Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

δεν τολμώ

  • 1 сметь

    сметь τολμώ; я не \сметью δεν τολμώ; не \сметьй этого делать! μην το κάνεις!
    * * *

    не смей э́того де́лать! — μην το κάνεις!

    Русско-греческий словарь > сметь

  • 2 рот

    рот
    м τό στόμα· ◊ остаться с открытым ртом (от удивления) μένω μ' ἀνοιχτό τό στόμα· стоять, разинув \рот разг στέκομαι μέ ἀνοιχτό τό στόμα, στέκομαι σάν χάχας· разинуть \рот χάσκω· зажимать кому-л, \рот βουλώνω τό στόμα κάποιου· ему пальца в \рот не клади πρέπει νά τόν προσέχεις, εἶναι ἐπικίνδυνος ἀνθρωπος· не брать в \рот чего-л. δέν βάζω στό στόμα μου· в \рот не возьмешь δέν τρώγεται, εἶναι πολύ ἀνοστο· не открывать рта δέν ἀνοίγω τό στόμα μου, δέν λέγω κουβέντα· не сметь рта раскрыть δέν τολμώ ν' ἀνοίξω τό στόμα μου· орать во весь \рот ξελαρυγγίζομαι· хлопот полон \рот погов. ἔχω πολλές σκοτούρες.

    Русско-новогреческий словарь > рот

  • 3 решаться

    реш||а́ться
    1. (пойти на что-л.) ἀποφασίζω:
    не \решатьсяа́ться (не сметь) δέν τολμώ, δέν ἀποφασίζω· \решатьсяа́й-ся! ἀποφάσισε!, πάρε ἀπόφαση!
    2. (определяться) λύνομαι / ἀποφασίζω (в суде).

    Русско-новогреческий словарь > решаться

  • 4 рот

    рта, προθ. о рте, во рту α.
    1. στόμα•

    рот большой рот μεγάλο στόμα•

    маленький рот στοματάκι•

    открывать рот ανοίγω το στόμα•

    закрывать рот κλείνω το στόμα•

    во рту у меня горько το στόμα μου είναι πικρό•

    прополоскать рот ξεπλένω το στόμα•

    дышать ртом αναπνέω με το στόμα.

    2. μτφ. (απλ.) άτομο, μέλος οικογένειας•

    мне надо восемь ртов прокормить εγώ πρέπει να θρέψω οχτώ άτομα.

    εκφρ.
    зажать (замазать, заткнутьκ.τ.τ.) рот кому βουλώνω, κλείνω το στόμα κάποιου (υποχρεώνω να σιγήσει)•
    открыть (раскрыть) рот – α) ανοίγω το στόμα (μιλώ, λύνω τη σιωπή), β) θαυμάζω, μένω έκθαμβος, με ανοιχτό το στόμα•
    смотреть (глядеть) в рот кому – α) κοιτάζω στο στόμα κάποιου, β) ακούω προσεχτικά, κρέμομαι από το στόμα ή τα χείλη κάποιου•
    в рот не брать – δε βάζω στο στόμα (φαγητό ή πιοτό)•
    в рот не возьмшь – δεν το βάζεις στο στόμα (ως άνοστο)•
    в рот нейдт – δε μου κατεβαίνει (στο λαιμό),• δε μου τραβάει (να φάγω ή να πιώ)•
    во весь – με όλη τη δύναμη της φωνής, στη διαπασών•
    рот не сметь рта разинуть (открыть, раскрыть) – δεν τολμώ
    ανοίξω το στόμα (να μιλήσω)•
    мимо рта прошло – πέρασε πολύ σιμά, όμως απ έξω (ανεπιτυχώς)•
    разжевать и в рот положить – δίνω μασημένη την τροφή (εξηγώ λεπτομερέστατα)•
    хлопот полон рот – φροντίδες πάρα πολλές, με•
    то – παραπάνω.

    Большой русско-греческий словарь > рот

  • 5 осмелиться

    ρ.σ. (απο)τολμώ, δε διστάζω,αποφασίζω παίρνω θάρρος•

    он не -ился противостоять αυτός δεν τόλμησε να αντισταθεί•

    -возразить τολμώ να αντιμιλήσω.

    Большой русско-греческий словарь > осмелиться

  • 6 сметь

    смею, смеешь
    ρ.δ.
    1. τολμώ, κοτώ•

    он не смел войти в кабинет директора αυτός δεν τόλμησε να μπει, στο γραφείο του διευθυντή.

    2. με το αρνητ. μόριο не: δεν έχω το δικαίωμα•

    никто не смеет меня ругать κανένας δεν έχει το δικαίωμα να με μαλώνει.

    εκφρ.
    не смей (делать) – μην τολμάς να κάνεις.

    Большой русско-греческий словарь > сметь

  • 7 дерзать

    ρ.δ.
    1. (υψ. ύφος) ατενίζω, ενατενίζω, στρέφω, προσηλώνω (το νου, την προσοχή).
    2. τολμώ, αποτολμώ, βαστώ, μου βαστάει, κοτώ•

    враги не -ли приблизиться к крепости οι εχθροί δεν τολμούσαν να πλησιάσουν στο φρούριο.

    Большой русско-греческий словарь > дерзать

См. также в других словарях:

  • τολμώ — τολμῶ, άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. τολμέω Α [τόλμη] 1. παίρνω το θάρρος να πράξω κάτι (α. «τόλμησε να τού εναντιωθεί» β. «τόλμησον ὀρθῶς φρονεῑν», Αισχύλ.) 2. επιχειρώ κάτι το ριψοκίνδυνο, αψηφώ τον κίνδυνο, αποτολμώ 3. απόλ. έχω θάρρος, είμαι τολμηρός …   Dictionary of Greek

  • καταπίνω — (AM καταπίνω) κατεβάζω κάτι διά μέσου τού φάρυγγα στο στομάχι («δεν μπορεί να καταπιεί ούτε νερό» β. «κατάπια ένα κουκούτσι») νεοελλ. 1. μτφ. α) πιστεύω κάτι με αφέλεια, απονήρευτα δέχομαι τα ψεύδη κάποιου, χάφτω («τού λένε ένα σωρό τερατολογίες… …   Dictionary of Greek

  • σέβομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. σέβω Α 1. αισθάνομαι και εκδηλώνω σεβασμό προς κάποιον ή προς κάτι (α. «σέβομαι τους προγόνους μας» β. «σεβόμαστε την εθνική μας ιστορία» γ. «τὸν φίλον σέβεσθαι», Σοφ.) 2. τιμώ με ευλάβεια («σεβόμενη τὸν Θεόν», ΚΔ) νεοελλ. τηρώ …   Dictionary of Greek

  • τολμάω — / τολμώ, τόλμησα βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: τολμάω : η κλίση σε ώ, άς, ά συνηθίζεται κυρίως σε επίσημο ύφος λόγου και σε στερεότυπες εκφρ. όπως: τολμώ να πω, δεν τολμώ να το πιστέψω κτλ …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κομπιάζω — 1. (για δένδρα) βγάζω κόμπους, μπουμπούκια, μπουμπουκιάζω 2. προσκρούω σε ρόζο σανίδας («κόμπιασε το πριόνι») 3. (σχετικά με φαγητό) έχω δυσκολία στην κατάποση («δώσε μου λίγο νερό, γιατί κόμπιασα») 4. (ειρωνικά για τροφή που δεν αρέσει) στέκομαι …   Dictionary of Greek

  • πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα …   Dictionary of Greek

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

  • μουστάκι — το (ΑΜ μουστάκιον, Μ και μουστάκι και μουστάκιν) νεοελλ. η υπήνη τού προβόλου τών ιστιοφόρων νεοελλ. μσν. 1. το σύνολο τών τριχών που φύονται στο άνω χείλος 2. στον πληθ. τα μουστάκια α) οι σκληρές μακριές τρίχες που φέρουν τα θηλαστικά και… …   Dictionary of Greek

  • ψιθυρίζω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. ψιθυρίσδω Α 1. μιλώ χαμηλόφωνα, μουρμουρίζω (α. «τού ψιθύρισε κάτι στο αφτί και έφυγε» β. «βιῶναι μετὰ μειρακίων ἐν γωνίᾳ τριῶν ἢ τεττάρων ψιθυρίζοντα», Πλάτ.) 2. ηχώ μονότονα αρχ. 1. λέω χαμηλόφωνα κάτι που δεν τολμώ να πω… …   Dictionary of Greek

  • ατολμώ — ἀτολμῶ ( έω) (Α) [άτολμος] δεν τολμώ να κάνω κάτι, δειλιάζω …   Dictionary of Greek

  • ενδοιάζω — ἐνδοιάζω (AM) 1. διστάζω, δεν τολμώ να πράξω κάτι 2. (για πράγματα) είμαι αντικείμενο αμφιβολίας, προκαλώ αμφιβολία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»